- αδελφομοίρι
- και αδερφομοίρι, το1. κληρονομικό μερίδιο κάθε αδελφού2. κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού3. (ειδικότερα) το μερίδιο τού νεώτερου αδελφού από κληρονομική περιουσία4. δίκαιη, ίση διανομή τής κληρονομικής περιουσίας ανάμεσα σε αδέλφια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + μοιρί «μερίδιο».ΠΑΡ. αδελφομοιράδι*].
Dictionary of Greek. 2013.